„gemeingefährlich“: Adjektiv gemeingefährlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια gemeingefährlich gemeingefährlich