„gegenwartsbezogen“: Adjektiv gegenwartsbezogenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συναφές με τη σύγχρονη εποχή συναφές με τη σύγχρονη εποχή gegenwartsbezogen gegenwartsbezogen