„Gaspistole“: Femininum, weiblich GaspistoleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πιστόλι με φυσίγγια δακρυγόνου πιστόλιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n με φυσίγγια δακρυγόνου Gaspistole Gaspistole