πιστόλι
[pisˈtoli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pistoleθηλυκό | Femininum, weiblich fπιστόλιπιστόλι
examples
- του έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφer setzte ihr die Pistole auf die Brust
- πιστόλι προειδοποιητικής βολήςSchreckschusspistoleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πιστόλι φωτοβολίδωνLeuchtpistoleθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples