„Fußstapfen“: Plural FußstapfenPlural | πληθυντικός pl in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ακολουθώ τα χνάρια κάποιου examples in jemandes Fußstapfen treten ακολουθώ τα χνάρια κάποιου in jemandes Fußstapfen treten