„Freigepäck“: Neutrum, sächlich FreigepäckNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απαλλασσόμενο όριο βάρους αποσκευών απαλλασσόμενο όριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n βάρους αποσκευών Freigepäck Freigepäck