„forschen“: intransitives Verb forschenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ερευνώ, διερευνώ, κάνω έρευνες, ψάχνω, αναζητώ ερευνώ, διερευνώ, κάνω έρευνες forschen wissenschaftlich forschen wissenschaftlich ψάχνω, αναζητώ (nachAkkusativ | αιτιατική akk) forschen Vermissten, Ursachen forschen Vermissten, Ursachen