ψάχνω
[ˈpsaxno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- suchenψάχνω αναζητώψάχνω αναζητώ
- durchsuchenψάχνω ερευνώψάχνω ερευνώ
examples
- ψάχνω για κάτιnach etwas suchen
- ψάχνει δουλειάer/sie ist auf Arbeitssuche, er/sie sucht Arbeit