formatieren
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εγκαινιάζωformatieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTformatieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
examples
- neu formatierenδιαμορφώνω εκ νέου