„fischarm“: Adjektiv fischarmAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ψαριών που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ψαριών fischarm Meer, Seeet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc fischarm Meer, Seeet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc