„feuerbereit“: Adjektiv feuerbereitAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έτοιμος για πυροβολισμό έτοιμος για πυροβολισμό feuerbereit Waffe, Mensch feuerbereit Waffe, Mensch