„Ferienjob“: Maskulinum, männlich FerienjobMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απασχόληση στις διακοπές απασχόλησηFemininum, weiblich | θηλυκό f στις διακοπές Ferienjob Ferienjob