„fälschungssicher“: Adjektiv fälschungssicherAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) που διαθέτει προστασία έναντι πλαστογράφησης που διαθέτει προστασία έναντι πλαστογράφησης fälschungssicher fälschungssicher