fad
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- άγευστοςfad(e) Speisefad(e) Speise
- άνοστοςfad(e) auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigfad(e) auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- ανούσιος, ανιαρόςfad(e) langweiligfad(e) langweilig
- νερόβραστος, ανάλατοςfad(e) Personfad(e) Person