„άγευστος“ άγευστος [ˈajefstos], άγευστη, άγευστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fad, geschmacklos fad(e), geschmacklos άγευστος φαγητό άγευστος φαγητό