Examen
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; ->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- διαγώνισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nExamenδιαγωνισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mExamenεξετάσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplExamenExamen