„erobern“: transitives Verb eroberntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κυριεύω, κατακτώ κυριεύω erobern erobern κατακτώ erobern auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig erobern auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig