„erklettern“: transitives Verb erkletterntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκαρφαλώνω σε, αναρριχώμαι σε σκαρφαλώνω σε, αναρριχώμαι σε erklettern erklettern