„αναρριχώμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αναρριχώμαι [anariˈxome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich ranken sich ranken αναρριχώμαι αναρριχώμαι