„Entwarnung“: Femininum, weiblich EntwarnungFemininum, weiblich | θηλυκό fauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δίνω σήμα λήξης συναγερμού examples Entwarnung geben δίνω σήμα λήξης συναγερμού Entwarnung geben