entfahren
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i gehobener Sprachgebrauch | εξευγενισμένος τρόπος έκφρασηςgehOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- jemandem entfährt ein Schrei/e-e Bemerkungξεφεύγει μια κραυγή/μία παρατήρηση από