energisch
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ενεργητικός, δυναμικός, αποφασιστικόςenergischenergisch
examples
- etwas energisch dementierenαρνούμαι κατηγορηματικά κάτι