„energiebewusst“: Adjektiv energiebewusstAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προσεκτικός στη χρήση ενέργειας προσεκτικός στη χρήση ενέργειας energiebewusst energiebewusst