„einwilligen“: intransitives Verb einwilligenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συναινώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου συναινώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου (in+Akkusativ | +αιτιατική +akk σε) einwilligen einwilligen