„einwachsen“: intransitives Verb einwachsenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεγαλώνω προς τα μέσα μεγαλώνω προς τα μέσα einwachsen Nagel, Haareet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc einwachsen Nagel, Haareet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc