„eintrichtern“: transitives Verb eintrichterntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βάζω κάτι με το ζόρι στο κεφάλι κάποιου examples jemandem etwas eintrichtern βάζω κάτι με το ζόρι στο κεφάλι κάποιου jemandem etwas eintrichtern