Eigenbedarf
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- προσωπική ανάγκηFemininum, weiblich | θηλυκό fEigenbedarfEigenbedarf
- ιδιοχρισίαFemininum, weiblich | θηλυκό fEigenbedarf Rechtswesen | νομικός όροςJUREigenbedarf Rechtswesen | νομικός όροςJUR