„Editor“: Maskulinum, männlich EditorMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόγραμμα επεξεργασίας, εκδότης πρόγραμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n επεξεργασίας Editor Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Editor Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT εκδότηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Editor Person Editor Person