editieren
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- επεξεργάζομαιeditieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTeditieren Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT