„durchwühlen“: transitives Verb durchwühlentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω durchwühlen durchwühlen