„ανακατώνω“: μεταβατικό ρήμα ανακατώνω [anakaˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανακατώνω → see „ανακατεύω“ ανακατώνω → see „ανακατεύω“