„durchsickern“: intransitives Verb durchsickernintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περνώ, διαρρέω περνώ, διαρρέωauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig durchsickern durchsickern