„Coming-out“: Neutrum, sächlich Coming-outNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(s); -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επίσημη εμφάνιση στην κοινωνία επίσημη εμφάνισηFemininum, weiblich | θηλυκό f στην κοινωνία Coming-out Coming-out