„Bö“: Femininum, weiblich BöFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ισχυρός/δυνατός άνεμος ισχυρός/δυνατός άνεμοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bö Bö