„Bibelstelle“: Femininum, weiblich BibelstelleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απόσπασμα από τη Βίβλο απόσπασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n από τη Βίβλο Bibelstelle Bibelstelle