Beweisführung
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- επιχειρηματολογίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBeweisführung Rechtswesen | νομικός όροςJURBeweisführung Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- απόδειξηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeweisführung Mathematik | μαθηματικάMATHBeweisführung Mathematik | μαθηματικάMATH