„besorgt“: Adjektiv besorgtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανήσυχος, γεμάτος έγνοιες, στενοχωρημένος ανήσυχος, γεμάτος έγνοιες besorgt in Sorge besorgt in Sorge στενοχωρημένος besorgt traurig besorgt traurig