„beruflich“: Adjektiv beruflichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επαγγελματικός επαγγελματικός beruflich beruflich examples beruflich unterwegs sein είμαι σε ταξίδι για δουλειές beruflich unterwegs sein