„bersten“: intransitives Verb berstenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <birst; barst; geborsten; Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκάζω, σχίζομαι στα δύο σκάζω bersten bersten σχίζομαι στα δύο bersten Erde bersten Erde