„begreifen“: transitives Verb begreifentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ begreifen begreifen