„begnadigen“: transitives Verb begnadigentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δίνω απονέμω χάρη σε, αμνηστεύω δίνωoder | ή od απονέμω χάρη σε, αμνηστεύω begnadigen begnadigen