„αμνηστεύω“: μεταβατικό ρήμα αμνηστεύω [amnisˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ευοα; -εύθηκα; -ευμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) amnestieren amnestieren αμνηστεύω αμνηστεύω