„befristet“: Adjektiv befristetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υπό προθεσμία υπό προθεσμία befristet befristet examples befristete(r) VertragMaskulinum, männlich | αρσενικό m συμβόλαιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n προσωρινής πρόσληψης befristete(r) VertragMaskulinum, männlich | αρσενικό m