Bedingung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- όροςMaskulinum, männlich | αρσενικό mBedingungπροϋπόθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBedingungBedingung
- συνθήκεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplBedingung Plural | πληθυντικόςplBedingung Plural | πληθυντικόςpl