„Barvermögen“: Neutrum, sächlich BarvermögenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ρευστά περιουσιακά στοιχεία ρευστά περιουσιακά στοιχείαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Barvermögen Barvermögen