„Bad“: Neutrum, sächlich BadNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; Bäder> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μπάνιο, κολυμβητήριο, λουτρό μπάνιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bad Raum λουτρόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bad Raum Bad Raum κολυμβητήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bad Schwimmbad Bad Schwimmbad examples ein Bad nehmen κάνω μπάνιο ein Bad nehmen