„Autofahrt“: Femininum, weiblich AutofahrtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ταξίδι με αυτοκίνητο ταξίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n με αυτοκίνητο Autofahrt Autofahrt