„außertariflich“: Adjektiv außertariflichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκτός συλλογικής σύμβασης εργασίας εκτός συλλογικής σύμβασης εργασίας außertariflich Gehalt außertariflich Gehalt