„ausmanövrieren“: transitives Verb ausmanövrierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υπερνικώ χρησιμοποιώντας ελιγμούς υπερνικώ χρησιμοποιώντας ελιγμούς ausmanövrieren ausmanövrieren