„υπερνικώ“: μεταβατικό ρήμα υπερνικώ [iperniˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überwinden, bewältigen überwinden, bewältigen υπερνικώ υπερνικώ